-
1 ἄξυλος
ἄξῠλ-ος, ον,A with no timber cut from it, ἄξυλος ὕλη an unthinned, i.e. thick, wood, Il.11.155 ( ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο Sch. Ven.ad loc.), wrongly expl. (as if ἀ- intens.) thick with trees, Corn.ND13.III free from woody matter, of galbanum, Dsc.3.83, Damocr. ap. Gal.13.916. -
2 ἄξυλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄξυλος
См. также в других словарях:
άξυλος — η, ο (Α ἄξυλος, ον) αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο) αρχ. 1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί («ἄξυλος ὕλη» πυκνό δάσος απ όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα Όμηρος) 2.… … Dictionary of Greek